- μικρέμπορος
- μῑκρέμπορος , μικρέμποροςpedlarmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μικρέμπορος — και μικρέμπορας, ο (Α μικρέμπορος) 1. μικρός έμπορος, έμπορος με μικρή επιχείρηση,που εργάζεται με μικρά κεφάλαια 2. έμπορος ψιλικών, ψιλικατζής, λειανοπωλητής, γυρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + έμπορος] … Dictionary of Greek
μικρέμπορος — ο αυτός που κάνει εμπόριο με μικρό κεφάλαιο και ψιλικά, ο ψιλικατζής: Ξεκίνησε μικρέμπορος και τώρα έχει αλυσίδα καταστημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… … Dictionary of Greek
έμπορος — Το άτομο που, με στόχο το κέρδος, αγοράζει και πουλάει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα. Στην αρχαιότητα έ. ονομαζόταν εκείνος που μετέφερε προϊόντα της εργασίας του στην πόλη για να τα πουλήσει. Αντίθετα, όσοι μεταπωλούσαν είδη στην αγορά ονομάζονταν… … Dictionary of Greek
αρχαιοκάπηλος — ο αυτός που εμπορεύεται παράνομα ή εξάγει λαθραία στο εξωτερικό έργα αρχαίας τέχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής». Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ανδρέα Μουστοξύδη. ΠΑΡ. αρχαιοκαπηλία] … Dictionary of Greek
γυρολόγος — ο πλανόδιος μικρέμπορος. [ΕΤΥΜΟΛ. γύρος + λόγος < λόγος < λέγω «συλλέγω» (πρβλ. καπνολόγος)] … Dictionary of Greek
εμποράκος — ο υποκορ. τού έμπορος, ο εμπορευόμενος λίγο εμπόρευμα, ο μικρέμπορος … Dictionary of Greek
κάπηλος — (I) ο (AM κάπηλος, ὁ Α και κάπηλος, ἡ) 1. ο ταβερνιάρης, ο κάπελας («περιῄεις ἄπαντας ἐν κύκλῳ τοὺς ἐν τῇ πόλει καπήλους ἀπογευόμενος καὶ παραβάλλων καὶ ἀντεξετάζων τοὺς οἴνους», Λουκιαν.) 2. αυτός που χρησιμοποιεί ή εκμεταλλεύεται κάτι με… … Dictionary of Greek
κυρτοκάπηλος — κυρτοκάπηλος, ὁ (Α) ο πωλητής κυρτίδων, αλιευτικών διχτιών και σύνεργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύρτος + κάπηλος «μικρέμπορος, μικροπωλητής» (πρβλ. ελαιο κάπηλος, οινο κάπηλος)] … Dictionary of Greek
μικρεμπόριο — το μικρό εμπόριο, εμπόριο που διεξάγεται με μικρά κεφάλαια, ιδίως εμπόριο ψιλικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρέμπορος. Η λ. μαρτυρείται από το 1859 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek